- ζεφυρικός
- ζεφῠρ-ικός, ή, όν,= sq., Arist.Mete.364a20, Thphr.HP8.7.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζεφυρικός — ή, ό (Α ζεφυρικός, ή, όν) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζέφυρο … Dictionary of Greek
ζεφυρικά — ζεφυρικός neut nom/voc/acc pl ζεφυρικά̱ , ζεφυρικός fem nom/voc/acc dual ζεφυρικά̱ , ζεφυρικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεφυρικόν — ζεφυρικός masc acc sg ζεφυρικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)